- σαλπιγγωτός
- σαλπ-ιγγωτός, ή, όν,A trumpet-shaped,
λυχνία CIG3071.8
([place name] Teos), Hsch. s.v. ἰσκανδωτόν.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυχνία CIG3071.8
([place name] Teos), Hsch. s.v. ἰσκανδωτόν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαλπιγγωτός — ή, όν, Α κατασκευασμένος σε σχήμα σάλπιγγας («σαλπιγγωτὴ λυχνία», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγξ, ιγγος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
σαλπιγγωτόν — σαλπιγγωτός trumpet shaped masc acc sg σαλπιγγωτός trumpet shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)